Η φωτιά, ο ηλίθιος και το σκουπίδι.
Κάποτε ζούσε ένας ηλίθιος ο οποίος περιπλανιόταν άσκοπα στον κόσμο τούτο εκθέτοντας τον εαυτό του αλλά και τους άλλους με την ατελείωτη βλακεία του. Αρκετοί τον κορόιδευαν, τον έβριζαν και τον χτυπούσαν για αυτή την απέραντη ηλιθιότητα του που συνήθως ήταν ακίνδυνη αλλά κάποιες φορές γινόταν ρυπαρή και καταστροφική για μερικούς ανθρώπους.
Παρόλα αυτά ο ηλίθιος δεν ήταν μόνος του στον κόσμο τούτο. Υπήρχαν κάποιοι που τον έκαναν παρέα, για διαφορετικούς βέβαια λόγους:
Υπήρχαν αυτοί που τον συμπονούσαν γιατί κατανοούσαν το εκ γενετής πρόβλημα του και προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν όσο γινόταν ώστε να επιβιώσει στον κόσμο και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Αλλά υπήρχαν και εκείνοι που ήταν δίπλα του καθαρά από συμφέρον, εκμεταλλευόμενοι την απεριόριστη βλακεία του προς όφελος δικό τους χωρίς όμως ο άμοιρος να το καταλαβαίνει. Δύο τέτοια παραδείγματα ήταν η φωτιά και το σκουπίδι αντίστοιχα.
Μια μέρα, αρκετά παλιά, μέσα στις άσκοπες περιπλανήσεις του, ο ηλίθιος γνώρισε τη φωτιά. Τότε ήταν μια κακή εποχή για τον ηλίθιο καθότι όλοι τον έβριζαν και τον κακοποιούσαν εξαιτίας του ελαττώματος του, ενώ αυτός δύσκολα καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα, κρύωνε, πεινούσε και κανένας δεν τον ήθελε. Η φωτιά παρότι άγρια και ατίθαση μόλις τον είδε τον συμπόνησε και αποφάσισε να τον βοηθήσει. Αμέσως κατανόησε το πρόβλημα του και κατάλαβε ότι εκείνος δεν θα επιβίωνε εύκολα λόγω της βλακείας του. Έτσι λοιπόν σκέφτηκε να του παρέχει καταφύγιο από το κρύο και την κακία των ανθρώπων και να του προσφέρει τη φιλία της. Κατά τη διάρκεια της φιλίας τους η φωτιά φρόντιζε τον ηλίθιο και τον βοηθούσε να ζήσει χωρίς ούτε μία φορά να τον κάψει, να τον πειράξει ή να αστειευτεί για την ηλιθιότητα του. Όταν είχε κρύο του παρείχε ζεστασιά, όταν πεινούσε έψηνε κρέας και του έδινε να φάει, επίσης του έδινε χρήσιμες συμβουλές για να μπορέσει να επιβιώσει. Και αυτό κράτησε αρκετά χρόνια, ενώ η φωτιά ποτέ δε ζήτησε τίποτα από τον ηλίθιο.
Μετά από πολύ καιρό ο ηλίθιος σε μία από τις πολυάριθμες άσκοπες βόλτες του, συνάντησε το σκουπίδι. Το σκουπίδι αν και τσαλακωμένο και μέσα στη βρωμιά, αμέσως μάγεψε τον ηλίθιο με την γυαλάδα του υλικού του. Έτσι το πήρε και αποφάσισε να το έχει πάντα μαζί του. Το σκουπίδι μονομιάς κατάλαβε την απίστευτη βλακεία του ηλίθιου, και μιας και ήταν πανούργο και κακό από τη φύση του, σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνει τα πάντα για να εκμεταλλευτεί τον ηλίθιο. Έτσι συνέχεια τον καλόπιανε και του έλεγε ψέματα για τα δήθεν προτερήματα του, εξυμνώντας την κάλπικη εξυπνάδα του. Και ο ηλίθιος αγάπησε το σκουπίδι, το φρόντιζε και δεν το άφηνε ποτέ από τα χέρια του.
Όταν ο ηλίθιος έφερε το σκουπίδι στη φωτιά εκείνη αμέσως αντιλήφθηκε την υποκρισία και τις ραδιουργίες του σκουπιδιού και προσπάθησε να προειδοποιήσει τον ηλίθιο, μάταια όμως διότι εκείνος ήταν τόσο τυφλός από το πάθος του με το σκουπίδι και σε συνδυασμό με την ηλιθιότητα του αγνόησε τις αρχικές προειδοποιήσεις της φωτιάς για να το ξεφορτωθεί.
Το σκουπίδι αμέσως είδε την απειλή της φωτιάς ή οποία ήθελε πραγματικά το καλό του ηλίθιου και αποφάσισε να βρει ένα τρόπο για να την απομακρύνει και να την ξεφορτωθεί. Έτσι άρχισε να βάζει λόγια στον ηλίθιο ότι τάχα η φωτιά ζηλεύει το σκουπίδι κι ότι θέλει το κακό τους και ότι η φωτιά μέχρι πρότινος τον εκμεταλλευόταν! Ο ηλίθιος άρχισε σταδιακά να πείθεται όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει πόσο η φωτιά τον είχε βοηθήσει όταν εκείνος είχε ανάγκη.
Το σκουπίδι όμως ήταν και τυχερό στο σχέδιο του να πείσει τον ηλίθιο να στραφεί ενάντια στη φωτιά: Eκείνη την περίοδο οι άνθρωποι άρχισαν ξανά να μιλούν στον ηλίθιο και να του φέρονται καλά, είτε γιατί είχαν κουραστεί από την ηλιθιότητα του είτε γιατί αρκετοί από αυτούς είχαν μετατραπεί σε ανεγκέφαλα, άβουλα όντα. Το σκουπίδι λοιπόν βρήκε πρόσφορο έδαφος και τον έπεισε ότι όλα οφείλονται σε αυτό, ότι όλοι τον λάτρευαν και ότι εξαιτίας του σκουπιδιού εκείνος θα γινόταν μεγάλος και τρανός ανάμεσα στους ανθρώπους. Και όπως ήταν φυσικό, ο ηλίθιος πίστεψε το σκουπίδι και άρχισε να γίνεται απίστευτα ματαιόδοξος και αλαζόνας πιστεύοντας ότι με τη βλακεία του θα κατακτούσε τον κόσμο.
Πήγε λοιπόν στη φωτιά και άρχισε να επιδεικνύει αλόγιστα την υπεροψία και τη μεγαλομανία του. Άρχισε να κατηγορεί τη φωτιά ότι ήθελε να τον περιορίσει σε μικρό και ασήμαντο ώστε να μην αναγνωριστεί η αξία του. Έλεγε ότι ο μόνος πραγματικός σύμμαχος του ήταν το σκουπίδι, το οποίο του στάθηκε πραγματικά και τον βοήθησε όσο κανείς κι ότι η φωτιά έκανε τρομερό λάθος να το κατηγορεί, θέλοντας από συμφέρον να το ξεφορτωθεί. Συνέχιζε την αλόγιστη επίθεση του προς τη φωτιά για αρκετή ώρα με σταθερό αλλά και κυνικό υπέρμαχο το σκουπίδι που ένιωθε πλέον το θρίαμβο να πλησιάζει. Η φωτιά όπως ήταν λογικό εκνευρίστηκε από αυτή την αδιανόητη στάση του ηλίθιου και καθώς μισούσε το ψέμα, την υποκρισία, την υπεροψία αλλά κυρίως την αδικία πάνω από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, άρχισε να ξεσπά και να φουντώνει επικίνδυνα φλέγοντας καταπάνω τους, έτοιμη να τους τσουρουφλίσει. Βλέποντας τη φωτιά να αγριεύει και να τους απειλεί, ο ηλίθιος φοβήθηκε μην καεί το πολύτιμο σκουπίδι του και στην προσπάθεια του να το προστατέψει, άρχισε να της πετάει νερό και να την βρίζει, τρέχοντας έπειτα όσο μπορούσε πιο μακριά της, προστατεύοντας πάντα το λατρεμένο του σκουπίδι. Η φωτιά όμως παρότι είχε αγριέψει δεν είχε σκοπό να τους κάψει. Το ξέσπασμα της οφειλόταν καθαρά στην αποστροφή της προς την αλαζονεία του ηλίθιου και την ύπουλη και υποκριτική συμπεριφορά του ελεεινού σκουπιδιού.
Μετά από το περιστατικό αυτό ο ηλίθιος εγκατέλειψε τη φωτιά και αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στο πολυαγαπημένο του σκουπίδι. Το σκουπίδι αν και ευχαριστημένο για την προσωρινή νίκη του και την εξάλειψη της απειλής της φωτιάς, ήθελε τον πλήρη έλεγχο του ηλίθιου. Κατάφερε λοιπόν να πείσει τον ηλίθιο να το κολλήσει πάνω στο σώμα του ώστε «να γίνουν ένα και να είναι για πάντα μαζί» όπως του είπε παραπλανώντας τον. Και ο ηλίθιος συμφώνησε μιας και το τυφλό πάθος του και η βλακεία του δεν του άφησαν περιθώρια άρνησης. Τώρα το σκουπίδι είχε πετύχει το σκοπό του. Είχε αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του ηλίθιου, κάνοντας τον υποτακτικό του και σκλάβο του. Όμως με το σκουπίδι κολλημένο πάνω του ο ηλίθιος άρχισε να αρρωσταίνει, κυρίως από τη βρωμιά και τη δυσωδία που εκείνο ανέδυε. Επίσης άρχισε να υποφέρει σωματικά αλλά και ψυχικά από την καταπίεση στην οποία άρχισε να του επιβάλλει το κάποτε λατρεμένο του σκουπίδι. Γιατί το σκουπίδι πλέον σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του και έβαζε τον ηλίθιο να κάνει πράγματα αποκλειστικά και μόνο για αυτό, ενώ του γκρίνιαζε και διαμαρτυρόταν έντονα εάν ο ηλίθιος ήθελε να κάνει κάτι για το οποίο το σκουπίδι δε συμφωνούσε. Σιγά σιγά το σκουπίδι του απαγόρεψε μέχρι και βασικές ανάγκες όπως το φαγητό και τον ύπνο. Του επέτρεπε μόνο να πίνει λίγο νερό και να τρώει ίσα για να μην λιποθυμήσει από την πείνα. Αλλά διαρκώς θα έπρεπε να δουλεύει και να κάνει όλα τα χατίρια του πλέον τυραννικού σκουπιδιού. Όσο η υγεία του ηλίθιου χειροτέρευε και οι απαιτήσεις του σκουπιδιού γίνονταν ολοένα και πιο βασανιστικές ο ηλίθιος ένιωσε ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να τελειώσει το αέναο μαρτύριο του. Τότε λοιπόν προσπάθησε να ξεκολλήσει το σκουπίδι από πάνω του. Μάταια όμως! Εκείνο είχε γίνει πλέον ένα με τη σάρκα του και δεν έβγαινε με τίποτα. Τότε ο ηλίθιος άρχισε να κλαίει και να φωνάζει και να παρακαλεί το σκουπίδι να τον αφήσει στην ησυχία του. Τότε το σκουπίδι με ένα ειρωνικό γέλιο του είπε: «Εσύ δεν ήσουν αυτός που ήθελε να είμαστε για πάντα μαζί? Εσύ δεν απαρνήθηκες την φιλία της φωτιάς για χάρη μου? Πρέπει να με ευχαριστείς γιατί ήσουν ένας άχρηστος ηλίθιος και εγώ, ένα απλό σκουπίδι, σου έδωσα κάποια αξία με το να με υπηρετείς! Τι νόμιζες? Ότι θα γίνεις βασιλιάς των ανθρώπων με την ηλιθιότητα σου? Εσύ, το κατώτατο όν, και υποτακτικός ενός τιποτένιου σκουπιδιού? Τώρα θα με υπηρετείς για πάντα και δε θα ξεκολλήσω ποτέ από πάνω σου. Το σώμα και η ψυχή σου μου ανήκουν!»
Τότε ο ηλίθιος πάνω στο μαρτύριο του είχε την πρώτη και τελευταία έξυπνη σκέψη στη ζωή του. Να πάει να βρει τη φωτιά και να ζητήσει τη βοήθεια της. Είχε πλέον καταλάβει ότι μόνο η φωτιά νοιαζόταν για αυτόν και ήθελε πραγματικά να τον βοηθήσει, όπως είχε κάνει και παλαιότερα. Κατάλαβε ότι η φωτιά είχε δίκιο για το σκουπίδι και ότι προσπαθούσε να τον προστατέψει. Άρχισε να τρέχει λοιπόν με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και έφτασε στο μέρος όπου είχε πρωτο-συναντήσει τη φωτιά. Η φωτιά έκαιγε στο ίδιο σημείο λαμπρή και δυνατή όπως και τότε και καθώς αντίκρισε τον βασανισμένο ηλίθιο, ένιωσε τον πόνο του. Τότε ο ηλίθιος παρακάλεσε τη φωτιά για συγχώρεση και ζήτησε για τελευταία φορά τη βοήθεια της ώστε να απαλλαγεί από το μιαρό σκουπίδι που λυμαινόταν την ψυχή και το σώμα του. Η φωτιά, όντας μεγαλόψυχη και φιλεύσπλαχνη, τον λυπήθηκε και τον συγχώρεσε, τυλίγοντας τον με τις παντοδύναμες καθαρτήριες φλόγες της, λυτρώνοντας τον ίδιο και καταστρέφοντας το ανίερο και βδελυρό σκουπίδι που είχε προσκολληθεί πάνω του.
Και έτσι ο ηλίθιος πεθαίνοντας στη φωτιά της κάθαρσης λυτρώθηκε όχι μόνο από το κακόβουλο σκουπίδι αλλά κυρίως θεραπεύτηκε από την ηλιθιότητα και τα λάθη της ζωής του, οδηγούμενος στην απόλυτη γαλήνη. Και αναγνωρίζοντας εν τέλη τα λάθη του, ζήτησε συγχώρεση, αποποιούμενος έστω και για λίγο, την ηλιθιότητα που τον ακολουθούσε σε ολόκληρη σχεδόν τη μίζερη ζωή του.